μεθύστερον

μεθύστερον
μεθύστερος
living after
masc acc sg
μεθύστερος
living after
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεθύστερος — η, ο (Α μεθύστερος, έρα, ον) 1. (για χρόνο) ο ύστερος, ο κατοπινός, ο μετέπειτα 2. (για πρόσωπα) ο μεταγενέστερος αρχ. 1. (το ουδ. ως επίρρ.) (για χρόνο) τὸ μεθύστερον α) έπειτα, κατόπιν, μετά, στο εξής β) τόσο μετά από αυτά, τόσο ύστερα γ) (με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”